ὑπερηφανείᾳ

ὑπερηφανείᾳ
ὑπερηφανείᾱͅ , ὑπερηφάνεια
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὑπερηφανεία — ὑπερηφανείᾱ , ὑπερηφάνεια fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερηφάνεια — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερηφάνεια — η, Ν [υπερηφανεύομαι] (με θετ. και αρνητική σημ.) περηφάνια …   Dictionary of Greek

  • ὑπερηφανείας — ὑπερηφανείᾱς , ὑπερηφάνεια fem acc pl ὑπερηφανείᾱς , ὑπερηφάνεια fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερηφανείαις — ὑπερηφάνεια fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερηφάνειαι — ὑπερηφάνεια fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερηφάνειαν — ὑπερηφάνεια fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου …   Dictionary of Greek

  • έπαρμα — (I) (AM ἔπαρμα, το) [επαίρω] νεοελλ. 1. ιατρ. μέρος ενός οστού που εξέχει ή εξόγκωση άλλου οργάνου τού σώματος 2. ναυτ. «έπαρμα ιστίου» το ύψος κάθε τετραγωνικού ή σταυρωτού ιστίου, το ισάρισμα μσν. αρχ. 1. ό,τι προεξέχει, ύψωμα, προεξοχή 2.… …   Dictionary of Greek

  • έπαρση — η (AM ἔπαρσις) [επαίρω] 1. ανύψωση («έπαρση σημαίας») 2. υπερηφάνεια, αλαζονεία («ἐπαινεῑ δὲ τὸ τοιοῡτον τῆς ἐπάρσεως εἶδος», Γρηγ. Νύσσ.) μσν. 1. (για ύφος) ύψος 2. υπερεκτίμηση, «μεγάλη ιδέα» για κάποιον 3. στον πληθ. α) μεγαλεία («τ ἀγαθὰ κ οἱ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”